- λωβεύεις
- λωβεύωmockpres ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λωβεύω — (Α) [λώβα] σκώπτω, περιπαίζω, πειράζω κάποιον («τίπτε με λωβεύεις πολυπενθέα θυμὸν ἔλουσαν», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek